- κούπωμα
- το [κουπώνω]1. η ενέργεια τού κουπώνω2. σκέπασμα, καπάκι, επικάλυμμα για ένα αγγείο, ένα μαγειρικό σκεύος, ένα πιθάρι, μια δεξαμενή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κούπωμα — το, ατος σκέπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)